ἄνωγον

ἄνωγον
ἄ̱νωγον , ἄνωγα
command
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἄ̱νωγον , ἄνωγα
command
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἄνωγα
command
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἄνωγα
command
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνῷγον — ἀνοίγνυμι open imperf ind act 3rd pl ἀνοίγνυμι open imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνωγον — Ἀνώγων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”